- καπνηρός
- καπνηρός, -ά, -όν (Μ)αυτός που έχει το χρώμα τού καπνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθ-ηρός, οκν-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek